Σάββατο 2 Μαΐου 2015

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΟΥΝΕΛΙ


 

 

                                                                   ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΟΥΝΕΛΙ      

 

Το μικρό κουνέλι

μέσα στο πανέρι

 άρχισε να κλαίει

πριν πάει στο  παζάρι

από  προαίσθηση του

φοβάται τη ζωή του

του σφάχτη το  μαχαίρι

 να μπει εις το ταψάκι

    να φέρει το  ψωμάκι

 

Εγώ μικρό παιδάκι

δεν ήμουν εμποράκι

με εντολή     της μάνας

   αυτό να το πουλήσω

ψωμάκι να ψωνίσω

να  πάρω κουραμάνα

όπως μου είπε η μάνα

 

Πήγα στο παζάρι

έπιασα  μια άκρη

     αγοραστής  να   φθάσει

  κουνέλι να πουλήσω

 να το μοιρολογήσω

πριν το αποχωρήσω

 

Όμως κατά βάση

κι’ αυτό χέρια ν’ αλλάξει

δεν ήθελε το ζωάκι

το είχα   αδερφάκι

καλό μου φιλαράκι

 πας   να με  ξεγελάσεις;

 μου  λέει το κουνελάκι

 

Η τύχη πως τα φέρνει

σταλμένοι απ’ την ειμαρμένη  

τρεις καραμπινιέροι  

κλωτσιά ο  ψηλός  μου φέρνει    

υψώθηκα ο καημένος

καθότι κοκκαλισμένος

ανώμαλα προσγειωμένος

 στο έδαφος  τσαλακωμένος

ο κώλος μου σπασμένος

 

Καραμπινιέρου αρβύλα

 φαρδιά  καπελαδούρα

αλπινιστικό παπούτσι

 με πρόκες σαν  τσαρούχι

  πόδια πλευρά σπασμένα

  για μέρες πονεμένα

χρόνια 41’

πέτρινα  μαρμαρωμένα

 

 

Το καλάθι  μου κυλάει

ώ λαχτάρα μου που πάει;

  φεύγει το κουνέλι

χάνεται σαν χέλι

άντε να το πιάσεις

 τρύπωσε  στο φράχτη

 

   Συμφορά  έχω πάθει

 ο δόλιος έχω   σκάσει

τι θα πω στη μάνα;

     πάει η κουραμάνα;

άχρηστε ακαμάτη

ξύλο για να μάθεις

 

 Με χόρτα χορτασμένοι

συνέχεια πεινασμένοι

  ξελιγωμένοι  όλοι

της Κατοχής  φτωχοδιαβόλοι

νεκρός  και ο πατέρας μου  

από γερμανικό βόλι

 

Πάω να  ρίξω  λάδι

η μάνα μου  γκρινιάζει

ψωμί απουσιάζει

πάει στη Γερμανία

Ελληνική κοινωνία

υποχρεωτική νηστεία

πείνα και   ελονοσία

ζωή  με ευθανασία

 

Στο σπίτι το μεσημέρι

με αδειανό πανέρι  

έπεσε   στειλιάρι

ακούω ένα φίλο

ήρθε να με πάρει

βγήκα λίγο όξω

 θέλω το ξεδώσω

 

 Θεούλη μου  τι βλέπω;

     κοιτάζω και προσέχω

  ιδού το κουνελάκι

στο μικρό  σπιτάκι

βόσκει χορταράκι

 

Πήρε τότε χάρη

θα ζήσει στο  λιβάδι

τέρμα το παζάρι

κανείς δεν το πειράζει

 αυτό τη σωτηρία  

  και εγώ  την  ηρεμία

 

 Αγορά αγρία

 χείριστη εργασία

αξέχαστη  εμπειρία

πραγματική  ιστορία

στην Κατοχική Κυπαρισσία!!

*Αμφικτύων

27/4/2015

*Αμφικτύων είναι ο Υποστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης,

Συγγραφεύς, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου