Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΚΑΡΑΜΠΙΝΙΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΝΕΛΙ

 Ο ΚΑΡΑΜΠΙΝΙΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΝΕΛΙ

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης Αμφικτύων

 

Φίλε Ηλία άνοιξες πολλά θέματα

που μοιάζουν σα μυθεύματα

αυτά   που θα σου  διηγηθώ δεν είναι ψέματα

στης Κατοχής τα χρόνια μαζί θα  πελαγοδρομήσουμε

καλύτερα να το κλείσουμε  γιατί θα ξενυχτίσουμε

τραγικές    της Κατοχής    οι   αναμνήσεις

να τρως  όσπρια  με  σκουλήκι

Παιδί τότε   δώδεκα  χρονών

λόγω πείνας  συνήθως  δεν κάναμε σχολειό

κατ’ οίκον μαθητεία  στην  ένδοξη  Κυπαρισσία

πλοία  είχε στείλει  στον πόλεμο της Τροίας

για μένα τούτη η πόλη  μαρμαρωμένη  είναι οπτασία

Στον κήπο τρέφαμε ένα μοναδικό  κουνέλι

κάποιος για μασκότ μας το είχε φέρει

η πείνα το 1942  μας  είχε   ταράξει

οι κατακτητές τα πάντα τάχε αρπάξει

πρωτοχρονιά χρονιάρα μέρα

πως να τη βγάλουν τα παιδιά

με λιγοστή  μπομπότα και καθόλου  κρέας;

τότε   ο αξιοσέβαστος  ήρωας πατέρας

το κουνέλι θέλησε να θυσιάσει

πέντε παιδιά    την πρωτοχρονιά    να μας χορτάσει

Σαν  ακόνιζε  το  μαχαίρι

κάτι η μάνα μου κατάλαβε και   του έπιασε το χέρι

και εμείς  όταν το   πληροφορηθήκαμε

με μια φωνή ξεσηκωθήκαμε

με κλάματα γοερά  τον σταματήσαμε

το αγαπάμε  το κουνέλι

κανείς το κρέας του δε θέλει

Τότε διαφορετική έπεσε   ιδέα

να το πουλήσουμε  αλλά όχι σε σφαγέα

ίσως γλυτώσει στο νέο του γονέα

και με τα λεφτά να πάρουμε λίγο κρέας

ποιος  στο παζάρι θα το  πάει  μέσα στο πανέρι;

και ο κλήρος έπεσε στο δικό μου χέρι

Βάζω στο πανέρι   το κουνέλι

τραβάω στο παζάρι να το πουλήσω

καθώς καθόμουνα ντροπαλός πιο πίσω

βλέπω πλάι μου  καραμπινιέροι

ένας με πλησιάζει κάτι σα να θέλει

τότε χωρίς   αιτία   μου τραβάει μια  κλωτσιά

στα πισινά

με τα άρβυλα τα χοντρά τα  αλπινιστικά

ολόγυρα στολισμένα με καρφιά

Δυο  μέτρα με  σήκωσε ψηλά

 με τίναξε    σαν  μπάλα

και έσκασα στο  χώμα  σα  χταπόδι

που το  γουλίζει ο ψαράς

πληγώθηκα στα    κάτω    μέλη

και στο δεξί μου χέρι

Η φύση ο γιατρός μας χωρίς φάρμακα και γιατρικά

ο θεούλης μας ήταν μακριά και η γενοκτονία μας σιμά

οι διεθνείς  οργανώσεις αρωγής τα μάτια  είχανε  κλειστά

βρήκα  το πανέρι  μα   το κουνέλι  έκανε φτερά

Καθώς  από την πείνα   ήμουν  αποστεωμένος

προσγειώθηκα ανωμάλως  μισο λιποθυμισμένος

το κουνέλι είπα θα το πήρε  κάποιος άλλος

μέγας στο σπίτι θα γίνει  σάλος

χωρίς κουνέλι και χωρίς λεφτά πως να γυρίσω πίσω;

πως στη μητέρα μου να  παρουσιαστώ μπροστά;

και πως να την αντιμετωπίσω ; φίδια με έτρωγαν κολοβά

Πηγαίνω  σπίτι σαν τη γάτα τη βρεγμένη

με άδειο το πανέρι

επίθεση στο σπίτι σίγουρα….με  αναμένει

όλα όμως ως τώρα  βαίνουν  ομαλά

ώ! του θαύματος   ήρεμη βλέπω τη μαμά

και ευχαριστημένη

και στη θέση  της ήρθε η δική μου η καρδιά

η  φοβισμένη

Ξαφνικά στην αυλή βλέπω το κουνέλι

βόλτες χαρούμενο  να φέρνει

τότε εννόησα τι συμβαίνει

αισθάνθηκα αγαλλίαση να με καταλαμβάνει

σώο  το κουνέλι στο  λιβάδι

και αντί για  σφαλιάρα

από τη μανούλα μου δέχτηκα ένα χάδι

την πείνα μας   είχαμε ξεχάσει μονομιάς

Ιδού και ο ήρωας πατέρας μου με σακούλια  φορτωμένος

από το Σιδερόκαστρο καταφθάνει κουρασμένος

φέρνει κρέας , λάδι και ψωμιά

αίσια να κάνουμε πρωτοχρονιά

Καθώς πέρασαν τα χρόνια

βγήκα από στη Σχολή πήρα  δυο γαλόνια

το 1953  υπολοχαγός ών

στο πρώτο μου ταξίδι   στο εξωτερικό

στη Νάπολη.    στο Μπανιόλι

για μετεκπαίδευση  στο στρατηγείο  λίγο  έξω από την πόλη

καθώς ανέβαινα τα σκαλιά  της επίσημης   πύλης

με δύο αστέρια ασημένια    στου ΝΑΤΟ τη Βαστίλη

απόσπασμα καραμπινιέρων όπλα μου παρουσιάζει  Αρμ!

Αμερικανό στρατηγό με θεωρεί και με αιφνιδιάζει

χαιρετώ καμαρωτός και   προχωρώ

εκείνη τη στιγμή πήρα το αίμα πίσω

ετεροχρονισμένο

«κάτσε  κλαρίνο  Καραμπινιέρο και συγνώμη να ζητάς

και βάρατο σαλπιγκτή  δυνατά  νιώθω δικαιωμένος»

θυμήθηκα το κουνέλι τα παλιά

και την κλωτσιά στα πισινά

Ελεύθερη η πατρίδα μου υπερήφανος  και εγώ

πως τη συγκίνηση να νιώσουνε  της λευτεριάς

τα σημερινά παιδιά

ο εθνομηδενιστής και ο αναρχικός υπέρ πατρίδος τη  σημαία να υψώσουνε ξανά

ηρώων αγάλματα βανδαλίζουν

εντός  της κομματοκρατίας ο   εχθρός

τότε ένθερμος  πατριώτης ήταν  ο αριστερός

σήμερα την πατρίδα του σιχαίνεται ο μιαρός

και τη γλώσσα

την  Τούρκικη νοσταλγεί  μπότα

δεν θέλουν να πάρουν  όπλα ούτε τα RAFALΕ

στους  θηρευτές   της  τρομοκρατίας και σκλαβιάς

δεν τους πρέπει Πατρίδα ούτε   Λευτεριά

θέλουμε  οι πολλοί και  η Ελλάς  προχωρά

(Το ποίημα αφιερώνω στο φίλο δημοσιογράφο, ποιητή και αγωνιστή υπέρ των Ελληνικών δικαίων και του απανταχού Ελληνισμού κ. Ηλία Ηλιόπουλο τιμής ένεκεν)

Αμφικτύων

9/2/ 22

*Αμφικτύων είναι ο Υποστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης>

Συγγραφεύς, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

amphiktyon@gmail.com

http://amphiktyon.blogspot.com/

http://amphiktyon.org

Όποιος επιθυμεί  να διαγραφεί να επιστρέφει το παρόν με την   ένδειξη «διαγραφή» «σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου 2672/98

ΠΡΟΩΘΕΙΣΤΕ ΤΟ ΑΝ ΣΥΜΦΩΝΕΙΤΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου